Σύμφωνα με το Άρθρο 101(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), μια συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση ένωσης επιχειρήσεων μπορεί να κριθεί αντιανταγωνιστική είτε με βάση το αντικείμενο της είτε με βάση τα αποτελέσματα που έχει ή/και αναμένεται να έχει στην αγορά. Πρόσφατα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) διευκρίνισε περαιτέρω την έννοια του «εκ του αντικειμένου» περιορισμού του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της υπόθεσης Budapest Bank and Others (Υπόθεση C-228/18, Gazdasági Versenyhivatal v Budapest Bank Nyrt. and Others). Το παρόν άρθρο συνοψίζει τις βασικές σκέψεις του ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση.
Ιστορικό υπόθεσης
Η αρχή ανταγωνισμού της Ουγγαρίας διαπίστωσε ότι η συμφωνία μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων αναφορικά με τον καθορισμό του επιπέδου και της δομής της διατραπεζικής προμήθειας, η οποία και εφαρμοζόταν ομοιόμορφα από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, παραβιάζει τον ανταγωνισμό τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος. Τα εμπλεκόμενα τραπεζικά ιδρύματα προσέφυγαν εναντίον της απόφασης της εν λόγω αρχής ανταγωνισμού ζητώντας την ακύρωση του προστίμου που τους είχε επιβληθεί. Η απόφαση για ένα συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα ακυρώθηκε στο σύνολό της, ενώ για τα υπόλοιπα τραπεζικά ιδρύματα η απόφαση ακυρώθηκε ως προς το πρόστιμο και αναπέμφθηκε πίσω στην αρχή ανταγωνισμού για επανεξέταση. Ωστόσο, η αρχή ανταγωνισμού της Ουγγαρίας επεδίωξε αναίρεση της απόφασης του πρωτόδικου ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουγγαρίας.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω εξέτασης ηγέρθησαν ερωτήματα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας, το οποίο απέστειλε στο ΔΕΕ προδικαστικά ερωτήματα αναφορικά με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας ως περιοριστικής του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου.
Προδικαστικά ερωτήματα και απόφαση ΔΕΕ
Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορούσε στο κατά πόσο μία συμφωνία μπορεί να παραβιάζει τόσο εκ του αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ. Επί του ζητήματος αυτού το ΔΕΕ ανέφερε ότι, κατά πάγια νομολογία, ο περιορισμός του ανταγωνισμού μπορεί να διαπιστωθεί είτε εκ του αντικειμένου της συμφωνίας είτε εκ των αποτελεσμάτων της. Συνεπώς, εφόσον διαπιστωθεί ότι μια συμφωνία περιορίζει εκ του αντικειμένου τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων που έχει στην ανταγωνιστική ένταση εντός της σχετικής αγοράς (σκέψεις 33-34). Στην περίπτωση που μια συμφωνία διαπιστωθεί ότι δεν έχει αντιανταγωνιστικό αντικείμενο τότε μπορεί να κριθεί ως περιοριστική του ανταγωνισμού βάσει της ανάλυσης των αποτελεσμάτων που έχει στην αγορά. Ειδικότερα, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο ανταγωνισμός πράγματι περιορίστηκε ή/και παρεμποδίστηκε ή/και νοθεύτηκε αισθητά ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης του ΔΕΕ εφόσον κριθεί σκόπιμο από την αρμόδια εθνική αρχή ανταγωνισμού ή/και εθνικό δικαστήριο, υπάρχει δυνατότητα μια συμφωνία να κριθεί ως αντιανταγωνιστική τόσο ως προς τον αντικείμενο της όσο και ως προς τα αποτελέσματα της (σκέψεις 39-40).
Περαιτέρω, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η κρίση μιας συμφωνίας ως περιοριστικής εκ του αντικειμένου αν και δεν αποκλείει την εξαίρεση της από τον απαγορευτικό κανόνα βάσει του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ. Εντούτοις, είναι πιο δύσκολο να τύχει αυτής της εξαίρεσης σε σχέση με συμφωνίες που κρίνονται ως περιοριστικές του ανταγωνισμού βάσει των αποτελεσμάτων τους (σκέψη 41). Συνεπώς, τόνισε το ΔΕΕ, σε περίπτωση ύπαρξης αμφιβολιών ως προς το αντικείμενο μιας συμφωνίας, θα πρέπει αυτή να κρίνεται εκ των αποτελεσμάτων της για να μην περιορίζεται η δυνατότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων να αποδείξουν την ικανοποίηση των προϋποθέσεων εξαίρεσης του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ.
Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού ή/και τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να τεκμηριώνουν τις σκέψεις τους αναφορικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος, καθώς και να διευκρινίζουν κατά πόσον τα προβαλλόμενα τεκμήρια αφορούν την αξιολόγηση του περιορισμού του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος (σκέψη 43). Το ΔΕΕ επεσήμανε σχετικά ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμφωνίας ως περιοριστικής εκ του αντικειμένου απαιτεί αρκούντως αξιόπιστη και σταθερή σχετική πείρα ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εκ της φύσεως της βλαπτική για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (σκέψη 76). Σύμφωνα με το ΔΕΕ, μόνον στην περίπτωση αυτή δικαιολογείται η παράλειψη της in concreto αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της υπό κρίση συμφωνίας στον ανταγωνισμό.
Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούσε στο κατά πόσο η διατραπεζική συμφωνία, η οποία όριζε ενιαίο ποσό διατραπεζικής προμήθειας μεταξύ ανταγωνιστικών τραπεζών, μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφωνία που έχει αντιανταγωνιστικό αντικείμενο. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, το ΔΕΕ ανέφερε ότι κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον μία συμφωνία παραβιάζει εκ του αντικειμένου τον ανταγωνισμό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο της συμφωνίας, οι επιδιωκόμενοι της σκοποί, καθώς και το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συμφωνία (σκέψη 51). Περαιτέρω, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος αυτού σύμφωνα με την οποία η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (Υπόθεση C‑67/13 P, Groupement des cartes bancaires (CB) v European Commission).
Επιπλέον, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανάλυση του αντιπαραδείγματος (counterfactual analysis), μέσω της οποίας συγκρίνεται η κατάσταση του ανταγωνισμού χωρίς την συμφωνία και με την συμφωνία, είναι σχετική όχι μόνον στο πλαίσιο της εκ των αποτελεσμάτων ανάλυσης της επίδρασης στον ανταγωνισμό αλλά και στο πλαίσιο της τεκμηρίωσης του εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού (σκέψη 55). Όπως ανέφερε σχετικά το ΔΕΕ, όταν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν a priori σοβαρές ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι χωρίς την συμφωνία θα είχε διαμορφωθεί ένα υψηλότερο επίπεδο τιμών στην αγορά ή όταν υπάρχουν αντιφατικά ή διφορούμενα στοιχεία ως προς την επίδραση της συμφωνίας στον ύψος των τιμών, τότε οι εν λόγω ενδείξεις δεν μπορούν να αγνοηθούν στο πλαίσιο της εξέτασης σχετικά με την ύπαρξη εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού.
Καταληκτικά σχόλια
Με την απόφαση Budapest Bank το ΔΕΕ αποκρυστάλλωσε την έννοια του «εξ αντικειμένου» περιορισμού του ανταγωνισμού. Όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, η ανάλυση του κατά πόσον μια συμφωνία περιορίζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό θα πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο, τους σκοπούς και το περιεχόμενο της συμφωνίας, το πραγματικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται. Μόνο όταν υπάρχουν στέρεες ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένης και της ανάλυσης του αντιπαραδείγματος, που να τεκμηριώνουν ότι υπό κρίση συμφωνία είναι αρκούντος βλαπτική για τον ανταγωνισμό, μπορεί να διαπιστωθεί ότι παραβιάζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό.
Στην περίπτωση που η συμφωνία επιδιώκει περισσότερους από έναν σκοπούς θα πρέπει να διερευνηθεί λεπτομερώς και σχολαστικά ποιοι από αυτούς τους σκοπούς έχουν πράγματι επιτευχθεί. Όταν διαπιστωθεί ότι οι επιδιωκόμενοι σκοποί της συμφωνίας είναι περίπλοκοι ή/και σύνθετοι τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η συμφωνία περιορίζει τον ανταγωνισμό εκ των αποτελεσμάτων που δημιουργεί στην αγορά.